ἀμῶσι

ἀμῶσι
ἀ̱μῶσι , ἀμάω 1
reap corn
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἀ̱μῶσι , ἀμάω 1
reap corn
pres subj act 3rd pl (attic epic ionic)
ἀ̱μῶσι , ἀμάω 1
reap corn
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
ἀμόω
hang
pres subj mp 2nd sg (epic)
ἀμόω
hang
pres subj act 3rd pl
ἀμόω
hang
pres subj act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀμῶσι — Ἀμών masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Θήβαι — I Αρχαία πόλη της Αιγύπτου, στη θέση της σημερινής πόλης Λούξορ, η οποία είναι ιδιαίτερα πλούσια, κυρίως στα περίχωρά της, σε αρχαιολογικά ευρήματα εξαιρετικής αξίας. H πόλη, που ονομαζόταν από τους Έλληνες και Διόσπολις, άρχισε να ακμάζει κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”